τυρόεις

τυρόεις
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. τυροῡς, -οῡσα, -οῡν, Α
1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυρόεις και τυροῡς
τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῑο γάλακτος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. -όεις*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυρόεις — τῡρόεις , τυρόεις cheesy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρόεντα — τῡρόεντα , τυρόεις cheesy neut nom/voc/acc pl τῡρόεντα , τυρόεις cheesy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLACENTA — an a placo, quod eâ solerent Antiqui Deos placere; an a placeo? Graece πλακόεις, an a πλὰξ, κὸς, quod in tabulam extenderetur? Certe, sicut ditiores hostiis animalium Deorum numina sibi propitia reddere satagebant, ita egenos, Placentis hâc fini… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • τυροέσσης — τῡροέσσης , τυρόεις cheesy fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρόεσσαν — τῡρόεσσαν , τυρόεις cheesy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”